- Εἱλωτικόν
- Εἱλωτικόςof Helotsmasc acc sgΕἱλωτικόςof Helotsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἱλωτικόν — Εἱλωτικός of Helots masc acc sg Εἱλωτικός of Helots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειλωτικός — εἰλωτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους είλωτες 2. (το ουσ. ως ουσ.) τὸ εἱλωτικόν το σύνολο τών ειλώτων … Dictionary of Greek